Καλύτερα να χαθείς παρά να μισείς και να φοβάσαι!

Μία θλίψη βαθύρριζη κι ανυπόταχτη με πολιορκούσε εψές και στο μυαλό μου γυρόφερνε συνεχώς ένα απόσπασμα από το Ασμάτιον του Δ. Παπαρρηγόπουλου:

«Εν τη ψυχή μου κατοικει,

το πένθος πλέον μόνον,

αφ’ ότου είδον ότ’ η γη

είναι ακένωτος πηγή

των στεναγμών των πόνων»

.

Μέσα σε μία ήδη έκρυθμη και τεταμένη περίοδο. Τη στιγμή που τα ρυπαρά σύννεφα του κορονοϊού απλώνονται πάνω από το κεφάλι μας σαν δαμόκλειος σπάθη που κραδαίνεται από κάθε καλοθελητή (επαΐοντα, δημοσιογράφο, παρουσιαστή, πολιτικό) για να διασπείρει τον πανικό. Ενώ το προσφυγικό έχει καιρό που ταλανίζει την κοινωνία μας, θεωρητικά μα και πρακτικά. Ιδιαίτερα περιοχές (νησιά που πράγματι δεινοπαθούν) επιφορτισμένες με το καθήκον της «φιλοξενίας» των προσφύγων (ή αιτούντων άσυλο ή μεταναστών ή επηλύδων ή λαθρομεταναστών ή δυνάμεων εισβολής… Γιατί όλες αυτές οι λέξεις προσφέρονται για να χαρακτηρίσουν μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων και είτε το θέλουμε είτε όχι η επιλογή της κατάλληλης λέξης είναι πάντοτε ένα μείζον ηθικό ζήτημα). Στον απόηχο της σύγκρουσης των νησιωτών με τις δυνάμεις καταστολής (ή τα σώματα ασφαλείας αν προτιμάτε) και τον αναβρασμό που προκάλεσε το θέμα αυτό, ήρθε να προστεθεί και το θερμό επεισόδιο στον Έβρο. Μία τραγωδία που επικαλέστηκε εισβολή σε ουκ ολίγες περιπτώσεις.

Δεν περίμενε κανείς, βέβαια, ότι ζητήματα τόσο ιδεολογικά φορτισμένα θα θεόταν μέσα από ένα και μόνο πρίσμα και πως θα αντιδρούσαμε απέναντί τους με μια φωνή και κοινή βούληση, ως αθρόα πόλις. Ήταν αναμενόμενο πως θα υπήρχαν διαφορετικές και συχνά εκ διαμέτρου αντίθετες αναγνώσεις των ζητημάτων αυτών και ότι ένεκα αυτού θα ξεκινούσε για μια ακόμη φορά ένας κύκλος αντιπαράθεσης (Όσο κι αν το απεύχονταν διάφοροι που κηρύττουν ουδετερότητα, στεκάμενοι σε γκρίζες ζώνες, κατηγορώντας τη μία πλευρά για βαρβαρισμό και την άλλη για ιδεοληπτική αλληλεγγύη απέναντι στους μετανάστες) που η ποιότητά του θα αποκάλυπτε – μαζί με άλλα – και το επίπεδο του πολιτισμού μας. Το ποια θα αποδεικνυόταν τελικά η επικρατούσα άποψη πάνω στα ζητήματα τούτα, θα αποκάλυπτε πολλά περισσότερα από το πνευματικό μας επίπεδο. Οι συνέπειες της στάσης που θα κρατούσαμε θα αποσαφήνιζε, εν τέλει, το ιστορικό διακύβευμα της παρούσας περιόδου.

Αναμενόμενος ο αναβρασμός, λοιπόν, εύλογες οι διαφωνίες. Αυτό που δεν ανέμενα τόσο ήταν ο θερμουργός ζήλος κάποιων καθώς και η ένταση, το συναισθηματικό περίβλημα ορισμένων αντιλήψεων κι ομολογώ πως εκ πρώτης τούτο μου προκάλεσε σάστισμα κι ένα είδος τρόμου πολύ μεγαλύτερο από αυτό που μου προκαλούν αυτά καθεαυτά τα ζητήματα που δείχνουν να «τρομοκρατούν» την κοινωνία μας το τελευταίο διάστημα (κορονοιός, τουρκική προκλητικότητα, προσφυγικό, Λέσβος, Έβρος, κλπ).

Ο Γ. Κ. Λίχτενµπεργκ έλεγε πως δεν έχουν σημασία οι πεποιθήσεις ενός ανθρώπου αλλά το τι τον οδηγούν, οι πεποιθήσεις αυτές, να γίνει. Με τον ίδιο τρόπο, ίσως δεν είναι τόσο σημαντικό το τι μας προξενεί φόβο κάθε φορά αλλά το ποια είναι η επίδραση που έχει ο φόβος αυτός στη σκέψη και τη συμπεριφορά μας. Επικίνδυνος δεν είναι ο φόβος, λοιπόν, επικίνδυνος γίνεται ο άνθρωπος που κανοναρχείται από αυτόν…

Γιατί δε θα μπορούσα, σε καμία περίπτωση, ν’ αγανακτήσω με τον φοβισμένο πολίτη – όσο κι αν διαφωνούσα μαζί του – που ενώ κυκλοφορεί με μάσκα προστασίας από τον κορονοϊό, παράλληλα νιώθει πως απειλείται ο πολιτισμός του και η σωματική του ακεραιότητα από τις προσφυγικές ροές. Κι ούτε θα αναρωτιόμουν του κάκου πως δικαιολογείται αυτή η συστηματική διασπορά του πανικού και σε ποια λογική στηρίζονται οι αντιδράσεις των φοβισμένων ανθρώπων. Ίσως γιατί θα έφερνα στο μυαλό μου τα παρακάτω λόγια του Τσόμσκι: «Όσο πιο πολύ μεγαλώνεις το φόβο για τα ναρκωτικά και το έγκλημα, τους μετανάστες και τους εξωγήινους, τόσο περισσότερο ελέγχεις τους ανθρώπους.»

Δε θα αγανακτούσα ακόμα κι αν κάποιος δήλωνε πως ζει το χρονικό μιας εισβολής ξένων δυνάμεων στα πάτρια εδάφη κι εξαιτίας αυτού υιοθετεί μία θέση όπως η παρακάτω: «Δε μπορεί η Ελλάδα να φιλοξενήσει άλλους μετανάστες…». Δε θα εξοργιζόμουν μαζί του ακόμη κι αν δήλωνε δίχως περιστροφές πως δε θέλει, στην τελική, άλλους ξένους στη χώρα του. Τους φόβους του – κατασκευασμένους ή μη – τους ενδοιασμούς και τα διλήμματα του – τεχνητά ή όχι – τους προβληματισμούς του – ετοιμοπαράδοτους ή αυθεντικούς – θα μπορούσα να τους καταλάβω. Αντί για μια τέτοια συγκρατημένη και πολιτισμένη (μετριοπαθή αν θέλετε) αντίδραση όμως, ήρθαμε αντιμέτωποι με αντιδράσεις σκαιές και ιταμές. Αλαλαγμούς τρόμου, ιαχές οργής, ξεφωνητά μίσους, απολίτιστες χειρονομίες, ύβρεις αισχρές. Θυμού τίναγμα και φόβου ανατριχάδες ένιωσε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και ο παροξυσμός της βιαιότητάς έχει πάρει πλέον διαστάσεις λοιμικής. Εν ολίγης, εκδηλώθηκε με τόση αγριότητα κι αλληλοσπαραγμό μια τάση ανθρωποφαγίας που δεν μπορεί να αποκρυβεί και σε κάνει να τρέμεις. Ακόμη κι αν αύριο λυνόταν το προσφυγικό κι όλοι αυτοί οι κατατρεγμένοι άνθρωποι έφταναν σώοι στη δική τους γη της επαγγελίας, εμείς – δυστυχώς – θα μέναμε περιζωσμένοι από στίφη αποχαλινωμένων βαρβάρων.

«Πετάτε τους στη θάλασσα… Δεν είναι άνθρωποι, είναι ζώα…. Άει στο διάολο… Να μην έκαναν τόσα παιδιά…». Ήταν οι πιο επιεικείς εκφράσεις που ακούσανε εχθές μετανάστες που έφταναν με βάρκα στο λιμάνι της Θέρμης από κατοίκους που είχαν συγκεντρωθεί για να εμποδίσουν την αποβίβασή τους. Τους κατηγορούσαν ότι χρησιμοποιούν τα παιδιά τους ως ασπίδα, πως τα κακομεταχειρίζονται ώσπου να αναλυθούν σε κλάματα για να προκαλέσουν τον οίκτο μας και άλλα πολλά. Ειπώθηκαν λόγια χυδαία και άνανδρα ακόμη και σε μια έγκυο γυναίκα και δυστυχώς φαίνεται πως πλέον δεν υπάρχει σταματημός.

Το ηθικό γράδο συνεχίζει να πέφτει κι ο ξεπεσμός ορισμένων δεν γνωρίζει προηγούμενο. Μα το πιο συγκλονιστικό είναι η φρενίτιδα των υβρεολόγων, το άσβεστο μίσος και η ωμή αγριότητα που επιστρατεύουν ενάντια στους κολασμένους που τους έζωσε… πόλεμος, ξολοθρεμός και φρίκη! Αυτό που με στοιχειώνει ακόμη είναι το αμείλικτο ύφος τους καθώς βάλλουν κατά των τυραγνισμένων, κατά αρρώστων, μανάδων και παιδιών. Κατά όλων αυτών που σαν ικέτες απλώσαν το δίσκο του χεριού, που συρθήκαν στις πόρτες μας ως δαρμένα απομεινάρια της φλόγας και του μαχαιριού. Που κλαίνε τα πάντα, σπίτια κι αγαθά Πλάσματα αφανισμένα που χάσαν και πατρίδα και φωλιά!

Η θηριωδία τούτη αποκαλύπτει πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα τέρας στην ημεδαπή πολύ πιο επικίνδυνο από κάθε αλλότρια και αλλοδαπή απειλή. Γιατί καμιά απειλή δεν είναι υπέρτερη από κείνη που για να την αποσοβήσεις σε μεταμόρφωσε σε κάτι που θα έπεμπε να το οικτίρεις και να το φοβάσαι. Μου πέρασε φευγαλέα απ’ το νου πως πρέπει κάποιος να επικαλεστεί το θρησκευτικό αίσθημα για να τους κατευνάσει. Μα απ’ ευθείας απέρριψα τη σκέψη τούτη. Όχι μονάχα γιατί θα ήταν για μένα υποκριτικό – καθότι άθεος – αλλά επειδή δεν πιστεύω πως ο άνθρωπος που εκπίπτει στην κατηγορία του εκχυδαϊσμένου όχλου, μπορεί να νιώσει λυποκράτημα ή να συνετιστεί από οποιαδήποτε θρησκευτική νουθεσία. Η θρησκεία άλλωστε, είναι ένας πολυτελής, πολυκαιρισμένος μανδύας που οι περισσότεροι τον φορούν εθιμοτυπικά και τον αποσείουν όποτε δεν τους βολεύει.

Είναι τρομαχτικό να ακούς να εκφράζονται στην ίδια γλώσσα με την δική σου, λόγια τόσο απεχθή και επαίσχυντα. Είναι τρομαχτικό μόλις τ’ ακούς, να γυρνάς απορημένος και έμπλεος αηδίας για να δεις από που προέρχονται και να διαπιστώνεις μετά θλίψης πως εξέρχονται από στόματα νέων ανθρώπων κι όχι κάποιων κατωτέρων δίποδων ανθρωποειδών. Αισθάνεσαι πως ταξίδεψες βίαια στο χρόνο και βρέθηκες στον επάρατο Μεσαίωνα και μάλιστα σε κάποια από τις σκοτεινότερες περιόδους του. Ίσως στην ζοφερή εποχή εξάπλωσης της πανώλης του Ιουστινιανού, όπου οι άνθρωποι αλλόφρονες απομονώναν μετά βδελυγμίας τους μολυσμένους. Μόνο έτσι θα μπορούσε να δικαιολογηθεί το ακατέργαστο τούτο μίσος, που εκφράζεται μάλιστα αυτοδίκαια επειδή δήθεν νομιμοποιείται από την γνήσια και τάχατες δικαιολογημένη αγανάκτηση των φορέων του.

Την ίδια στιγμή, οι θιασώτες του διαβρωτικού κι ανθρωποκαταλυτικού τούτου μίσους αναρωτιόνται: ¨Να δούμε αν θα μπορέσουν να μας αποκαλέσουν και τούτη τη φορά ρατσιστές και φασίστες;¨. θεωρούν, βλέπετε, την συμπεριφορά τους φυσιολογική και δικαιολογημένη και συνεπώς έχουν απολέσει πλέον οριστικά κάθε ηθικό φραγμό και καμιά εσωτερική αναστολή δεν πρόκειται να τους συγκρατήσει· όσο κι αν το ελπίζουμε. Όταν το μίσος και η αγριότητα απέναντι στον ανίσχυρο φαντάζει δικαιολογημένη έχουμε αμετάκλητα μεταφερθεί έξω από τη σφαίρα της λογικής και της ηθικής. Η ειλικρινής, η πηγαία απορία τους (για ποιο λόγο, διάφοροι κουλτουριάρηδες, τους αποκαλούν φασίστες;) αποκαλύπτει πως δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν ότι είναι πράγματι – με βάση κάθε ορισμό – ρατσιστές και φασίστες… και συνεπώς μπορούν να γίνουν πολλά ακόμη πράματα (χυδαίοι, θρασύδειλοι, σαδιστές ) μα ποτέ άνθρωποι!

Το ξέρω, οι λέξεις χρησιμοποιούνται καταχρηστικά διαρκώς. Κάποιες από αυτές τις εκφέρουμε με τόση επιπολαιότητα που τις ευτελίζουμε κι έχουν πλέον χάσει ολότελα το νόημα τους. Μα δεν γνωρίζω πως αλλιώς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τούτοι οι… άνθρωποι! Γιατί ο φασισμός είναι… αυτό που ακριβώς πρεσβεύουν. Είναι πρώτα από όλα φόβος, είναι κύρια μίσος κατά του αλλότριου κι αδύναμου. Τελικά, είναι πάνω από όλα εξωμήτριο της καθαρής ηλιθιότητας, της καλλιεργημένης και κατευθυνόμενης ηλιθιότητας.

Η ηλιθιότητα θα είναι πάντοτε πρόσφορη στην εκμετάλλευση. Υπήρχαν ανέκαθεν χρήσιμοι ηλίθιοι και πάντοτε αξιοποιούνταν βολικά από την εκάστοτε εξουσία που τους παρασκευάζει σε πλησμονή. Που τους παρασκευάζει χρησιμοποιώντας ακριβώς εκείνα τα μέσα και συστατικά που οι δύσμοιροι ηλίθιοι θεωρούν πως αντιμάχονται. Τους κατασκευάζει εμποτίζοντας τους με μίσος, φόβο κι άγνοια, τα στοιχεία εκείνα δηλαδή που θα τους στερήσουν ακριβώς τα χαρακτηριστικά εκείνα που οι πλανεμένοι ηλίθιοι θαρρούν πως προασπίζουν. Γιατί, για να τους παράξουν, τους απομυζούν την ανθρωπιά τους και τους οδηγούν σε απάνθρωπες βιαιότητες ενώ εκείνοι έχουν την αυταπάτη πως με το τρόπο αυτό προστατεύουν τη ζωή, την περιουσία, τον πολιτισμό και το μέλλον των παιδιών τους. Όπως κι αν αυτοαποκαλούνται, λοιπόν, (εθνικόφρονες, Έλληνες, νομιμόφρονες, πατριδοαμύντορες) εφόσον έχουν περιπέσει σε τέτοια πλάνη μεγάλη, δεν γίνεται παρά να χαρακτηριστούν τραγικοί!

Η ηλιθιότητα της κοινής λογικής – αυτού του συνονθυλεύματος άκρατου παραλογισμού – και τα αντανακλαστικά του «απλού» ανθρώπου – του εμφορούμενου από μυριάδες προλήψεις και εμποτισμένου με μνησικακία δύσμοιρου όντος – τον οδηγούν σε πορεία σύγκρουσης με την κορυφή ενός παγόβουνου ενώ αγνοεί το λόγο που το φυσικό αυτό κτήνος βρέθηκε εμπρός του, καθώς αγνοεί φυσικά και τον όγκο, τα χαρακτηριστικά ή τις διαστάσεις του. Αγνοεί το γιατί σκοτεινιάσαν οι ουρανοί, βρέχει μολύβι και φουρτούνιασαν οι θάλασσες μα – ανίκανος να πράξει οτιδήποτε άλλο – χαράζει ρότα σύγκρουσης και τραβάει την αυτοκαταστροφική του πορεία· συμπαρασύροντας στην καταστροφή και όλους εμάς. Εφορμά να εμβολίσει την κορφή του παγόβουνου και να υψώσει επάνω της το αιματηρό λάβαρό του.

Μα δεν γίνεται να πέσουμε όλοι στην δική τους παγίδα. Δεν γίνεται να αδιαφορήσουμε για τις συνθήκες που προάγουν την φασιστική νοοτροπία κι απλώς να στοιχειώσουμε τον όποιο ανεγκέφαλο φασίστα. Δεν γίνεται – δρώντας παραστρατημένα εξίσου – να εχθρευτούμε τον φοβισμένο, τον πανικόβλητο, το πειθήνιο φερέφωνο και δεν γίνεται να αντιδράσουμε λες και η ουσία του προβλήματος είναι απλώς και μόνο η αγριότητα αυτού του – για λάθος λόγους και προς λάθος κατεύθυνση – εξαγριωμένου. Θα έχουμε τότε απλώς προσγειωθεί και εμείς σε μια άλλη κορφή του παγόβουνου.

Λένε ορισμένοι πως εκφράζουμε μια ανέξοδη αλληλεγγύη, πως σκορπάμε στον αέρα λόγια βαρύγδουπα που δεν μας κοστίζουν τίποτα. Πως δεν δοκιμαστήκαμε εμείς όπως οι κάτοικοι της Λέσβου, της Μόριας. Έχουν δίκιο εν μέρει, μερικοί δεν δοκιμαστήκαμε ακόμη. Αλλά η αλληλεγγύη μας μονάχα ανέξοδη δεν είναι. Κάποιοι αδυνατούν να κατανοήσουν πως μερικοί από εμάς έχουμε καταφέρει να μην μισούμε κανέναν άνθρωπο, να μην περιφρονούμε κανέναν, να μην επιβουλευόμαστε παρά μόνο την πολιτική που σκορπά τη θύελλα του πολέμου, ισοπεδώνει χώρες και εξανδραποδίζει λαούς ολάκερους. Πως η οδύνη μας για τους βασανισμένους που ξεβράζονται στα νησιά μας είναι απερίγραπτη κι ο στόνος που μας προκαλεί το μίσος που εκφράζουν συνάνθρωποι μας εναντίον τους αβάσταχτο. Μας αφήνει εμβρόντητους, μας απωθεί, μας κάνει να αποστρέφουμε τα μάτια από τα βίντεο, να κλείνουμε τα αυτιά μας για να μην ακούμε τις ύβρεις που εξαπολύουν αγανακτισμένοι συνέλληνες στα ραδιόφωνα. Μας κάνουν να θέλουμε να διαγράψουμε τους λογαριασμούς μας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να μην βλέπουμε τα εμετικά ανθρωποκτόνα σχόλια. Συχνά, ωθούμαστε να κρυφτούμε στα σπίτια μας, σε κάποια ουτοπική επικούρεια απομόνωση, γιατί ενίοτε μοιάζει να μας περιβάλλει μονάχα μίσος.

Είναι διαφορετική η δοκιμασία η δική μας. Αλλά ίσως να έχουν δίκιο και να θεωρητικολογούμε απλώς, γιατί δεν έχουμε δοκιμαστεί ακόμη σε αυτή την περίσταση. Θέλω να πιστεύω πως όταν εντέλει δοκιμαστούμε θα αποδειχθούμε κάτι περισσότερο από φοβισμένοι μισάνθρωποι, κάτι περισσότερο από υπάνθρωποι …. Πως δεν θα κλειστούμε στα σπίτια μας, κωφεύοντας απέναντι στα γογγητά και τον οδυρμό των κατατρεγμένων μανάδων. πως δεν θα σταθούμε με απάθεια απέναντι στους αλαλαγμούς οργής, τη χολή και τα ιοβόλα βλέμματα των συντοπιτών μας.

Αν λιποψυχήσουμε και αποσυρθούμε, θα έχουμε νομιμοποιήσει τον εξευτελισμό και την καταφρόνηση που δέχθηκαν οι στρατιές των δυστυχισμένων που ξεβράστηκαν στις ακτές μας εξουθενωμένοι, απέλπιδες και εκδιωγμένοι μα κυρίως ανίκανοι να προστατευτούν απέναντι στην βιαιότητα που τους ανέμενε στο «καταφύγιο» που τους ξέβρασε η ιστορία. Κι αν μέχρι τότε – την ώρα της ύστατης δοκιμής μας – περιμένουμε στωικά, σιωπούμε και υπομένουμε τον εκφαυλισμό και την αποθηρίωση των διπλανών μας τότε θα έχουμε παραχωρήσει θεληματικά το έδαφος πάνω στο οποίο θα ακμάσουν απρόσκοπτα οι κάθε λογής χαμερπείς τάσεις.

Θα έχουμε, τότε, αποτύχει ήδη στη δική μας μεγάλη δοκιμασία και θα είναι φαρισαϊσμός ύστερα να παραπονιόμαστε για το πόσο μικράν και κατάπτυστον ψυχήν έχουν αι μᾶζαι και πόσο αναίσθητη εις τους κολάφους είναι η παρειὰν τους. Θα τους έχουμε τότε δωρίσει τούτο χώμα, που είναι και δικό μας, απογοητεύοντας έτσι και τους πρόσφυγες και τους εαυτούς μας μα και τους εκπεσόντες συνανθρώπους μας.

Οι πρόσφυγες δεν είναι η απειλή! Αλλά ελάχιστοι μπορούν να ισχυρίζονται πως γνωρίζουν εκ των προτέρων τι θα έπρατταν αν βρισκόταν στη θέση του οπλισμένου νεαρού φαντάρου στον Έβρο που καλείται τώρα να διεξάγει πόλεμο ενάντια στους δυστυχισμένους. Γιατί το ποιόν του κάθε ανθρώπου, ο χαρακτήρας του, φαίνεται στις τρικυμίες της ζωής κι όχι στη βολική νηνεμία. Μέχρι να έρθει η νηνεμία χρειάζεται επαγρύπνηση και πυγμή. Γιατί, είναι νωρίς μες στον κόσμο αυτόν, δεν έχουν εξημερωθεί ακόμη τα τέρατα!

.

Γράφει ο Κων/ος Λίχνος   ( με την βοήθεια του Κ. Παλαμά, του Δ. Παπαρρηγόπουλου, του Καρυωτάκη, του Ελύτη και άλλων )

.

ER9hgfQWoAA-ha6

Σχολιάστε